- μύωμα
- το мед. миома
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μύωμα — το ιατρ. συν. στον πληθ. τα μυώματα καλοήθεις μικροί όγκοι που σχηματίζονται από τον ιστό τού δέρματος σε γυναίκες προχωρημένης ηλικίας και οι οποίοι μερικές φορές εξαλλάσσονται σε κακοήθεις μορφές (λειομυοσαρκώματα και ραβδομυοσαρκώματα).… … Dictionary of Greek
αδενο- — και αδεν α΄ συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το ουσ. ἀδήν ένος. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίθετα προς την αρχ. Ελληνική, όπου το ἀδενο ως α΄ συνθ. δεν παρουσιάζει αξιόλογη παραγωγικότητα… … Dictionary of Greek
ινομύωμα — το καλοήθης όγκος που αποτελείται συγχρόνως από ινώδη και μυϊκό ιστό, συνήθως στη μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibromyome < fibro < fibre «ίνα» + myome (πρβλ. μύωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργ.… … Dictionary of Greek
μυξομύωμα — το ιατρ. μύωμα που έχει υποστεί κατά τόπους βλεννώδη εκφύλιση … Dictionary of Greek
μυωμεκτομή — η ιατρ. η χειρουργική αφαίρεση ενός μυώματος και κυρίως ινομυώματος τής μήτρας, χωρίς υστερεκτομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myomectomy < μύωμα + εκτομή] … Dictionary of Greek
ραβδομύωμα — το, Ν ιατρ. όγκος τών γραμμωτών μυών που συνήθως εντοπίζεται στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhabdomyoma (< ράβδος + μύωμα)] … Dictionary of Greek